- γκέλα
- η1) невезение в бросании кости (при игре в тавли); 2) промах; неудачный бросок (в играх);
§ κάνω γκέλες — производить впечатление (внешним видом, туалетом)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κάνω γκέλες — производить впечатление (внешним видом, туалетом)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκέλα — η 1. (στο τάβλι) η περίπτωση κατά την οποία ο ένας παίκτης φέρνει στα ζάρια αριθμούς αντίστοιχους προς θέσεις που κατέχονται από τα πούλια τού αντιπάλου 2. γενικά η αποτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. περσικής προελεύσεως που εισήχθη στην… … Dictionary of Greek